χυδαίζω

χυδαίζω
αμετ.
1) держать себя неприлично, вульгарно; 2) говорить на просторечном языке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χυδαίζω" в других словарях:

  • χυδαΐζω — ΝΜ [χυδαῑος] νεοελλ. 1. συμπεριφέρομαι χυδαία, με λόγια και ενέργειες τών χυδαίων ανθρώπων 2. (παλαιότερα) (κατά τους οπαδούς τής καθαρεύουσας) μιλώ και γράφω στη δημοτική μσν. 1. συναγελάζομαι, ανακατεύομαι μέσα στον όχλο 2. παθ. χυδαΐζομαι (για …   Dictionary of Greek

  • χυδαΐζω — χυδάισα 1. συμπεριφέρομαι κατά χυδαίο τρόπο, μιμούμαι τους χυδαίους ανθρώπους. 2. μεταχειρίζομαι παρατραβηγμένη, ακραία δημοτική γλώσσα στον προφορικό ή το γραπτό λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυδαϊκός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χυδαίους, ευτελής. επίρρ... χυδαϊκώς / χυδαϊκῶς, ΝΑ με χυδαίο τρόπο ή σε χυδαία γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος/χυδαΐζω. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] …   Dictionary of Greek

  • χυδαϊσμός — ο, Ν [χυδαΐζω] 1. χυδαίος λόγος ή χυδαία ενέργεια 2. (παλαιότερα) (κατά τους οπαδούς τής καθαρεύουσας) λέξη ή έκφραση τής δημοτικής …   Dictionary of Greek

  • χυδαϊστής — ο, Ν (παλαιότερα) (κατά τους οπαδούς τής καθαρεύουσας) οπαδός τής δημοτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαΐζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χυδαϊσταί, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] …   Dictionary of Greek

  • χυδαϊστί — ΝΜ επίρρ. (λόγιος τ.) σε γλώσσα καθημερινής χρήσης, σε χυδαία γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαΐζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. ἀττικισ τί)) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»